- διγιταρία
- Μονοετές φυτό της οικογένειας των αγρωστωδών (μονοκοτυλήδονα), κοινό στους ακαλλιέργητους και ξηρούς αγρούς και κατά μήκος των δρόμων. Ανθίζει από το καλοκαίρι έως το φθινόπωρο. Χαρακτηρίζεται από τα λεπτά, επιμήκη και χνουδωτά στάχυα της, διατεταγμένα σε ομάδες από 3-9 πάνω στο ίδιο στέλεχος. Η δ. περιλαμβάνει περίπου 40 είδη των θερμών και εύκρατων περιοχών, χρήσιμα για τη βόσκηση ζώων. Στην Ελλάδα συναντάται αυτοφυές μόνο το είδος δ. η αιματώδης.
Dictionary of Greek. 2013.